- λουκάνος
- (Marcus Annaeus Lucanus, Κορδούη [σημερινή Κόρντομπα Ισπανίας] 39 μ.Χ. – Ρώμη 65 μ.Χ.). Λατίνος ποιητής. Ανιψιός του Σενέκα, στην αρχή της σταδιοδρομίας του ο Λ. είχε κατορθώσει να αποσπάσει τη θετική γνώμη του Νέρωνα προς το πρόσωπό του, η οποία στηριζόταν κυρίως στην αξιοσύνη και στη ρητορική δεινότητα που διείδε ο αυτοκράτορας στον νεαρό ποιητή. Σταδιακά η εύνοια του Νέρωνα μετατράπηκε σε οργή, αφού το συναίσθημα του φθόνου κατέλαβε τη διάθεσή του. Ο Λ., εξοργισμένος από την απόφαση του Νέρωνα να απαγορεύσει τη δημόσια ανάγνωση των ποιημάτων του, συμμετείχε στη συνωμοσία του Πείσωνα, που απέβλεπε στη δολοφονία του αυτοκράτορα. Τα σχέδια των συνωμοτών όμως αποκαλύφθηκαν και ο Νέρωνας εξανάγκασε τον Λ. να αυτοκτονήσει.
Ο Λ. συνέγραψε πολλά έργα, η πλειοψηφία των οποίων έχει χαθεί. Το όνομά του ωστόσο συνδέεται με το δεκάτομο επικό ποίημα Pharsalia ή Bellum civile, στο οποίο αφηγείται την ιστορία των εμφύλιων αγώνων ανάμεσα στον Καίσαρα και στον Πομπήιο, οι οποίοι κατέληξαν στη μάχη των Φαρσάλων. Η προσήλωσή του στη συγκεκριμένη πραγματικότητα τον οδήγησε σε μια λεπτολόγο ακρίβεια στις περιγραφές, ενώ σε ορισμένα σημεία είναι καταφανής η απόλυτη κατανόηση των ιστορικών αιτίων που προκάλεσαν τα γεγονότα. Η αντικειμενικότητά του όμως μειώνεται από έναν μεροληπτικό δημοκρατισμό, μια φιλοσοφική θεώρηση (σύμφωνα με την οποία ο Κάτων ο Νεότερος αποτελούσε πρότυπο στωικού ήρωα) και μια αποφθεγματική και δογματική ηθικολογία. Τα ελαττώματα της σχολαστικής ρητορικής επιφέρουν μια βαρύτητα στο ύφος του, στο οποίο διακρίνονται και ίχνη έντονου πάθους.
Ο λουκανός οφείλει την επιστημονική του ονομασία λουκανός η έλαφος (lucanus cervus) στις γνάθους τον, οι οποίες μοιάζουν με κέρατα ελαφιού.
* * *και λουκανός, οζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας λουκανίδες.
Dictionary of Greek. 2013.